Εκεί, κεντρικά του Grecos, δεν υπήρχε δικαστής εδώ και χρόνια. Νόμος ήταν η αυτοδικία και ο καθένας έκανε του κεφαλιού του. Έκλεβαν τα άλογα των άλλων και καταπατούσαν τα χωράφια. Βούταγαν ότι έβρισκαν από ξένες άμαξες και σπίτια, πείραζαν τις ξένες γυναίκες, ενώ δεν δίσταζαν να βγάζουν όπλα και να πυροβολούν. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου, με τον καθένα να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο διέθετε προς το συμφέρον του. Λόγω αυτής της ανομίας, η περιοχή είχε συγκεντρώσει πολλούς τυχοδιώκτες, που θεωρούσαν πως εκεί μπορούν να κάνουν την τύχη τους. Οι μέρες, τα χρόνια, περνούσαν και τίποτα δε φαινόταν να αλλάζει…

Ώσπου ένα ανοιξιάτικο πρωινό, φάνηκαν στον ορίζοντα τέσσερις καβαλάρηδες. Ο σαματάς που έκαναν στο διάβα τους και το ιδιαίτερο παρουσιαστικό τους, προσέλκυσε τα βλέμματα. Ακόμα και αυτοί που έκλεβαν ή καυγάδιζαν εκείνη τη στιγμή, σταμάτησαν ότι έκαναν και κοιτούσαν εκστασιασμένοι. Εκείνο που έκανε εντύπωση ήταν πως χωρούσαν όλοι πάνω σε ένα μόνο άλογο!!! Οι καβαλάρηδες ήταν ντυμένοι πανομοιότυπα αλλά με διαφορετικό ύψος ο καθένας, ενώ καθόντουσαν με σειρά ύψους… Το ύφος και των τεσσάρων ήταν αγέρωχο, περήφανο. Απέπνεαν έναν αέρα σιγουριάς, ανθρώπων που ήξεραν που πάνε και τι θέλουν.

Έφτασαν έξω από το μεγαλύτερο σαλούν του Grecos, το Maxim,  και ένας ένας ξεπέζεψαν από το άλογό τους. Πρώτος ο πιο ψηλός, ο οποίος είχε την πιο χαζή έκφραση και κρατούσε ένα γαλάζιο βιβλίο. Με σιγουριά και αυτοπεποίθηση, σαν να το είχε από πριν σχεδιασμένο, ανεβαίνει τις σκάλες του σαλούν και γυρνά προς το πλήθος, που είχε αρχίσει να μαζεύεται σιγά σιγά. Ο δεύτερος πιο ψηλός, φορούσε χοντρά γυαλιά και κρατούσε ένα μαύρο βιβλίο με χρυσό σταυρό πάνω. Στην πλατιά ζώνη του είχε περασμένα πολλά μικρά μπουκαλάκια διαφόρων χρωμάτων. Μόλις κατέβηκε κι αυτός, προσπάθησε να κάνει στην άκρη το πλήθος με κάπως επιφυλακτικές κινήσεις, μιλώντας χαμηλόφωνα και διστακτικά:

– “Χι… Χι… Χιγνώμη, χιγνώμη… Να πεγάσω…”

Ο δεύτερος πιο κοντός από την παρέα, με μια κίνηση ανέβηκε όρθιος στην πλάτη του αλόγου. Έκανε μια κωλοτούμπα στον αέρα και προσγειώθηκε στο έδαφος χωρίς να παραπατήσει καθόλου. Με κινήσεις που θα ζήλευε και ένα αιλουροειδές διέσχισε το πλήθος και στάθηκε μπροστά από τον ψηλό κοιτώντας τον με ιδιαίτερη προσήλωση.

Τελευταίος κατέβηκε από το άλογο ο κοντός. Προσέγγισε το πλήθος, που πλέον είχε φτιάξει ένα αδιαπέραστο τείχος, ξεκρέμασε την καραμπίνα από τον ώμο και πυροβόλησε στον αέρα. Οι κάτοικοι του Grecos τρομαγμένοι σχημάτισαν γρήγορα έναν διάδρομο και αυτός πέρασε με αργό βηματισμό. Το ύφος του αγριωπό, περπατούσε με ανοιχτά πόδια και προτεταμένο στήθος, λες και ήταν έτοιμος για καυγά. Στην μέση του είχε περασμένα δύο εξάσφαιρα, που έδειχναν αρκετά χρησιμοποιημένα. Πλησίασε και αυτός δίπλα στους άλλους, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και έκατσε να κοιτάει τον ψηλό.

Μόλις συγκεντρώθηκαν οι σύντροφοί του, ο ψηλός ξεκίνησε να μιλά:

– “Κάτοικοι του Grecos… Όπως γνωρίζετε, δικαστής δεν υπάρχει στα μέρη σας. Θα αναλάβουμε εμείς αυτή την υποχρέωση. Θα εκδίδουμε διατάγματα και θα φροντίζουμε για την ορθή εφαρμογή τους. Η ανομία που επικρατεί στην περιοχή σας, ας γίνει η αφορμή για μια μεγάλη… ε… εμμμ…”

Ο ξένος κόμπιασε λίγο και η χαζή έκφρασή του φάνηκε εντονότερα. Έριξε μια ματιά όμως στο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του και με μεγάλη σιγουριά, κοιτώντας ξανά το κοινό είπε:

– “Επανεκκίνηση… Είστε διεφθαρμένοι και με τις οδηγίες μας, είμαι βέβαιος θα συμμορφωθείτε. Θα αξιολογούμε συνεχώς την πορεία σας μέχρι να διορθωθ…”

– “Και εσάς ποιος σας όρισε να μας συμμορφώσετε με δικά σας διατάγματα;”, τον διέκοψε μια φωνή από το πλήθος.

Ο ψηλός, κοίταξε προς την μεριά που ακούστηκε η φωνή, εντόπισε αυτόν που μίλησε και του φώναξε:

– “Οι άριστοι δεν ορίζονται από κάποιον, είναι καθήκον τους να προσφέρουν οικειοθελώς…”

Και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του τόσο, που έλεγες θα πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Ένας γύπας, από αυτούς του τεράστιους της Άγριας Δύσης, πετούσε εκείνη τη στιγμή πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Άφησε ένα κόκκαλο που κρατούσε με το ράμφος του, που προσγειώθηκε στο κεφάλι του αντιρρησία και σωριάστηκε αναίσθητος. Το πλήθος έβγαλε μια κραυγή τρόμου και έμεινε αποσβολωμένο να κοιτά τον ψηλό ξένο, ο οποίος συνέχισε:

– “Άτυχος… Δίνει όμως την αφορμή να σας ενημερώσω ότι δεν επιτρέπεται η αμφισβήτησή μας… Δεν έχουμε χρόνο να απολογούμαστε για επιλογές που είναι για το καλό σας…”

– “Ναι ναι, έχει δίκιο…”, πρόσθεσε ο ξένος που είχε κάνει την κωλοτούμπα. “Φαντάζεστε να είμαστε εκτεθειμένοι σε κάθε παλαβό να μας αμφισβητεί;”

Ο ψηλός έκανε ένα νεύμα προς τον κοντό. Αυτός τέντωσε κι άλλο το στήθος προς τα έξω, και ανέβηκε αργά τα σκαλιά με τα δυο χέρια πολύ κοντά στα εξάσφαιρα που είχε στην μέση του. Γύρισε και αυτός προς το κοινό και με ύφος πολύ αυστηρό είπε:

– “Για να μην μεταδίδει ο ένας στον άλλο την παρανομία, θα ορίζονται συγκεκριμένες ώρες που θα κυκλοφορείτε. Επίσης δεν θα μπαίνετε στα μαγαζιά βρώμικοι. Θα είστε φρεσκοπλυμένοι και θα ελέγχεστε στην είσοδο…”

Κάποιος πετάχτηκε από το πλήθος:

– “Και θα κάνουμε μπάνιο κάθε φορά που θα θέλουμε να μπ…”

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την έκφρασή του και ο κοντός με ασύλληπτη ταχύτητα έβγαλε το εξάσφαιρο και τον σημάδεψε… Αμέσως πετάχτηκε ο δεύτερος ψηλός, μπήκε μπροστά και έκανε ένα νεύμα στον κοντό, που χαμήλωσε το όπλο του. Γύρισε προς τον τρομοκρατημένο κάτοικο και του είπε:

– “Για το καλό χιου τα λέει αυτά… Έλγονται επιδημίεχ. Και η παλανομία είναι κολλητική… Κι εχύ ειδικά είχαι λίγο χλωμόχ. Να… πάλε αυτό το φάλμακο…”

Και έβγαλε ένα από τα χρωματιστά μπουκαλάκια που είχε περασμένα στη ζώνη του και του το έδωσε. Φοβισμένος ο κάτοικος, το ήπιε χωρίς δισταγμό.

– “Είδεχ; Ήδη νιώθειχ καλύτεγα…”

Ο κοντός, που είχε βάλει πλέον το όπλο ξανά στη ζώνη του, συνέχισε:

– “Την εκπαίδευση των παιδιών θα την αναλάβει κάποιος με εμπειρία σε κοινωνικά θέματα. Υπάρχει κάποιος εθελοντής;”

Μια γυναίκα από το πλήθος, σήκωσε το χέρι.

– “Παρακαλώ, πως λέγεστε;” ρώτησε ο ψηλός αυτή την φορά.

– “Τζέιν… Κεράμιτι Τζέιν… Συμμετείχα πριν λίγα χρόνια σε μια ομάδα πιστολέρο που όριζε τις τύχες της Δύσης και έχω άποψη για τα κοινωνικά και οικονομικά θέματα.”

– “Να μια άριστη για την ομάδα μας!”, αναφώνησε με ικανοποίηση ο ψηλός.

– “Την εντόπισες αμέσως, έχεις αλάνθαστο ένστικτο…”, είπε ο γυμνασμένος ακροβάτης.

Με ένα νεύμα ο ψηλός προέτρεψε τον κοντό να συνεχίσει.

– “Για τα παιδιά που δεν έχουν γονείς, θα αναλάβει κάποιος να τα εκπαιδεύει και να τα ψυχαγωγεί μέχρι να μεγαλώσουν. Ποιος ενδιαφέρεται από εσάς;”

– “Εγώ κύριε!”, ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος.

– “Πως σας λένε και ποια η εμπειρία σας;”, ξαναπήρε το λόγο ο ψηλός.

– “Jim Wesley Lignadin. Έχω μια άμαξα, κάνω περιοδείες και δίνω θεατρικές παραστάσεις έξω από τις πόλεις. Αγαπώ τα παιδιά και θα μου φανούν χρήσιμα και στις παραστάσεις.”

– “Πολύ καλά…”, απάντησε ο ψηλός τρίβοντας τα χέρια του. “Χαίρομαι που το Grecos δεν έχει έλλειψη από εθελοντές. Και όπου υπάρχουν εθελοντές υπάρχει και… ε… εμ… υπάρχει και… ε…”, ο ψηλός κόμπιασε πάλι και ξανακοίταξε μέσα στο βιβλίο και συμπλήρωσε:

– “Ελπίδα…”

– “Τα λες πολύ ωραία!!!”, ξαναείπε ο γυμνασμένος.

Δεν πρόλαβε να μιλήσει κάποιος άλλος, γιατί ο φοβισμένος κάτοικος που είχε πιει το φάρμακο, σωριάστηκε στο έδαφος. Ο δεύτερος ψηλός, που του το έδωσε, έσκυψε πάνω του.

– “Αδύναμος ολγανισμός…”,  είπε περίλυπος.

Και άνοιξε το μαύρο βιβλίο που κρατούσε και ξεκίνησε να ψέλνει, σταυρώνοντας κάθε τόσο τον πεσμένο στο έδαφος κάτοικο.

Ξαφνικά τους ψαλμούς διέκοψε ένα σφύριγμα και λίγες στιγμές μετά μια κραυγή τρόμου από το συγκεντρωμένο πλήθος. Ένα βέλος είχε καρφωθεί πάνω από ένα παράθυρο του Μαξίμ. Ακολούθησαν και άλλα σφυρίγματα από ιπτάμενα βέλη που καρφωνόντουσαν αριστερά και δεξιά σε σπίτια και άμαξες. Ενώ οι αλαλαγμοί που άρχισαν να ακούγονται από παντού, ένα μόνο μπορούσαν να σημαίνουν: Ινδιάνοι!!!

Μετά τον αρχικό πανικό που επικράτησε, οι κάτοικοι του Grecos μπόρεσαν να ανασυνταχθούν και άρχισαν να ανταποδίδουν με πυροβολισμούς. Όταν μάλιστα άρχισαν να συνεργάζονται, έδειξαν μεγάλη ανδρεία και ικανότητα. Τελικά η αυτοθυσία τους ήταν αυτή που έκρινε το αποτέλεσμα. Οι Ινδιάνοι είδαν πως δεν είχαν ελπίδα απέναντι στους γενναίους κάτοικους του Grecos. Άρχισαν να οπισθοχωρούν ατάκτως, αφήνοντας πίσω τους γιλέκα, τόξα και φτερά που φορούσαν στο κεφάλι τους.

Την φασαρία των πυροβολισμών και των σφυριγμάτων από τα βέλη, ακολούθησαν οι πανηγυρισμοί και τα σφιχταγκαλιάσματα των κατοίκων. Το Grecos είχε γλιτώσει με μικρές απώλειες από την επίθεση και άρχισε να στήνεται μια μεγάλη γιορτή. Η μπύρα και το ουίσκι άρχισαν να ρέουν άφθονα, συνοδευόμενα από την εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους. Οι κουβέντες έφερναν η μία την άλλη και έτσι κάποια στιγμή θυμήθηκαν τους ξένους. Ένας από τους κατοίκους, είπε ότι τους είδε τελευταία φορά να πηδάνε μέσα σε κάτι βαρέλια. Πήγε προς το μέρος εκείνο και με την κάνη της καραμπίνας του πέταξε τα καπάκια από τα βαρέλια.

Ο ένας μετά τον άλλο, οι ξένοι σηκώνονταν σιγά σιγά όρθιοι μέσα από τα βαρέλια. Ένα επιφώνημα έκπληξης ακούστηκε από τους κατοίκους που ήταν μαζεμένοι γύρω τους. Σε λίγες στιγμές όμως μετατράπηκε σε δυνατά γέλια. Για κακή τους τύχη, οι ξένοι είχαν πέσει σε βαρέλια με πίσσα και είχαν γίνει κατάμαυροι. Έστεκαν αμήχανοι μπροστά στο κοινό, με την πίσσα να στάζει από όλο το κορμί τους. Ο ψηλός άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του με την αυθάδειά τους και διέταξε να σταματήσουν να γελάνε. Αυτοί ούτε που άκουγαν και προσπάθησε να ανοίξει τέρμα τα βλέφαρά του. Δυστυχώς γι’ αυτόν η πίσσα έσταξε στα μάτια του και έσκουξε από τον πόνο.

Αυτό προκάλεσε περισσότερο γέλιο από το κοινό που παρακολουθούσε. Τελικά ο ψηλός βγαίνει από το βαρέλι προσπαθώντας να ισορροπήσει και φωνάζει στον κοντό να επιβάλλει την τάξη. Αυτός που με δυσκολία έβλεπε πάνω από το βαρέλι, σηκώνει ψηλά το εξάσφαιρο και σημαδεύει προς το κοινό. Τραβάει την σκανδάλη αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. Το όπλο του ήταν κι αυτό λουσμένο στην πίσσα και έπαθε αφλογιστία. Ο δεύτερος πιο ψηλός, με τα γυαλιά, βγήκε από το βαρέλι και τράβηξε ένα μπουκαλάκι από την ζώνη του. Πήγε να σκορπίσει το περιεχόμενό του στους κατοίκους που γελούσαν, αλλά πρόσεξε πως η πίσσα είχε εισχωρήσει μέσα. Έτσι δείλιασε και κατεβάζοντας το κεφάλι, στερέωσε καλύτερα τα γεμάτα πίσσα γυαλιά του. Ταυτόχρονα βγήκε και ο κοντός από το βαρέλι που έριξε κάτω τα εξάσφαιρά του, αποδεχόμενος την ήττα του.

Ο ακροβάτης ξένος, έχοντας παρακολουθήσει αμίλητος τα τεκταινόμενα, κάνει δυο κωλοτούμπες στον αέρα και βγαίνει από το βαρέλι, χωρίς να γλιστρήσει καθόλου. Απευθύνεται προς τους κατοίκους που πλέον είχαν μαζευτεί σχεδόν όλοι γύρω τους:

– “Μπράβο σας κάτοικοι του Γκρέκος, η γενναιότητά σας ήταν υποδειγματική. Δείξατε την αξία σας και δεν χρειάζεστε πλέον αυτούς τους ξένους!”, δείχνοντας υποτιμητικά τους άλλους τρεις.

Όμως οι κάτοικοι του Γκρέκος ούτε που έδωσαν σημασία στα λεγόμενά του. Συνέχισαν να γελάνε και να τους κοροϊδεύουν. Ένας από αυτούς παίρνει ένα σακί από έναν πιτσιρίκο, που το είχε γεμίσει με τα φτερά των ινδιάνων και το αδειάζει πάνω στους ξένους. Το θέαμα προκάλεσε γέλια μέχρι δακρύων καθώς τα πούπουλα κόλλησαν πάνω στην πίσσα. Ένας κάτοικος του Grecos, με καταγωγή από το Μεξικό, φώναξε περιπαικτικά:

– “Como pollos sin enjuiciar”

το οποίο τελικά έμελε να γινόταν και το παρατσούκλι των ξένων που σήμαινε: «Ακαταδίωκτα Κοτόπουλα»

Πηγή: gavriil.gr